Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προφυλακὶς
προφυλακτέον
προφυλακτέος
προφυλακτήριον
προφυλακτικός
προφύλαξ
προφυλάσσω
πρόφυξ
προφύομαι
προφύραμα
προφυράω
προφυρητός
προφύσιον
πρόφυσις
προφυτεύω
προφώγνυμι
προφωνέω
προχάζω
προχαίρω
προχαλάω
προχαλκεύω
View word page
προφυράω
to mix up
ShortDef
to mix up
Debugging
Headword:
προφυράω
Headword (normalized):
προφυράω
Headword (normalized/stripped):
προφυραω
IDX:
76791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76792
Key:
Data
{'content': 'to mix up'}