Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προφυλακή
προφυλακὶς
προφυλακτέον
προφυλακτέος
προφυλακτήριον
προφυλακτικός
προφύλαξ
προφυλάσσω
πρόφυξ
προφύομαι
προφύραμα
προφυράω
προφυρητός
προφύσιον
πρόφυσις
προφυτεύω
προφώγνυμι
προφωνέω
προχάζω
προχαίρω
προχαλάω
View word page
προφύραμα
dough kneaded before

ShortDef

dough kneaded before

Debugging

Headword:
προφύραμα
Headword (normalized):
προφύραμα
Headword (normalized/stripped):
προφυραμα
IDX:
76790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76791
Key:

Data

{'content': 'dough kneaded before'}