Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προφύλαγμα
προφυλακή
προφυλακὶς
προφυλακτέον
προφυλακτέος
προφυλακτήριον
προφυλακτικός
προφύλαξ
προφυλάσσω
πρόφυξ
προφύομαι
προφύραμα
προφυράω
προφυρητός
προφύσιον
πρόφυσις
προφυτεύω
προφώγνυμι
προφωνέω
προχάζω
προχαίρω
View word page
προφύομαι
to be born before

ShortDef

to be born before

Debugging

Headword:
προφύομαι
Headword (normalized):
προφύομαι
Headword (normalized/stripped):
προφυομαι
IDX:
76789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76790
Key:

Data

{'content': 'to be born before'}