Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθράκωμα
ἀνθρακών
ἀνθράκωσις
ἄνθραξ
ἀνθρηδών
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἀνθρηνιώδης
ἀνθρηνοειδής
ἄνθρυσκον
ἀνθρωπάρεσκος
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωπίσκος
ἀνθρωπισμός
View word page
ἀνθρωπάρεσκος
a man-pleaser

ShortDef

a man-pleaser

Debugging

Headword:
ἀνθρωπάρεσκος
Headword (normalized):
ἀνθρωπάρεσκος
Headword (normalized/stripped):
ανθρωπαρεσκος
IDX:
7678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7679
Key:

Data

{'content': 'a man-pleaser'}