Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόφρων
προφυάς
προφύλαγμα
προφυλακή
προφυλακὶς
προφυλακτέον
προφυλακτέος
προφυλακτήριον
προφυλακτικός
προφύλαξ
προφυλάσσω
πρόφυξ
προφύομαι
προφύραμα
προφυράω
προφυρητός
προφύσιον
πρόφυσις
προφυτεύω
προφώγνυμι
προφωνέω
View word page
προφυλάσσω
to keep guard before, to guard

ShortDef

to keep guard before, to guard

Debugging

Headword:
προφυλάσσω
Headword (normalized):
προφυλάσσω
Headword (normalized/stripped):
προφυλασσω
IDX:
76787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76788
Key:

Data

{'content': 'to keep guard before, to guard'}