Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προφρύγω
πρόφρων
προφυάς
προφύλαγμα
προφυλακή
προφυλακὶς
προφυλακτέον
προφυλακτέος
προφυλακτήριον
προφυλακτικός
προφύλαξ
προφυλάσσω
πρόφυξ
προφύομαι
προφύραμα
προφυράω
προφυρητός
προφύσιον
πρόφυσις
προφυτεύω
προφώγνυμι
View word page
προφύλαξ
an advanced guard

ShortDef

an advanced guard

Debugging

Headword:
προφύλαξ
Headword (normalized):
προφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
προφυλαξ
IDX:
76786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76787
Key:

Data

{'content': 'an advanced guard'}