Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προφροντίζω
προφρύγω
πρόφρων
προφυάς
προφύλαγμα
προφυλακή
προφυλακὶς
προφυλακτέον
προφυλακτέος
προφυλακτήριον
προφυλακτικός
προφύλαξ
προφυλάσσω
πρόφυξ
προφύομαι
προφύραμα
προφυράω
προφυρητός
προφύσιον
πρόφυσις
προφυτεύω
View word page
προφυλακτικός
prophylactic
ShortDef
prophylactic
Debugging
Headword:
προφυλακτικός
Headword (normalized):
προφυλακτικός
Headword (normalized/stripped):
προφυλακτικος
IDX:
76785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76786
Key:
Data
{'content': 'prophylactic'}