Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόφρασσα
προφροντίζω
προφρύγω
πρόφρων
προφυάς
προφύλαγμα
προφυλακή
προφυλακὶς
προφυλακτέον
προφυλακτέος
προφυλακτήριον
προφυλακτικός
προφύλαξ
προφυλάσσω
πρόφυξ
προφύομαι
προφύραμα
προφυράω
προφυρητός
προφύσιον
πρόφυσις
View word page
προφυλακτήριον
outpost, guard

ShortDef

outpost, guard

Debugging

Headword:
προφυλακτήριον
Headword (normalized):
προφυλακτήριον
Headword (normalized/stripped):
προφυλακτηριον
IDX:
76784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76785
Key:

Data

{'content': 'outpost, guard'}