Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόφρακτος
πρόφρασσα
προφροντίζω
προφρύγω
πρόφρων
προφυάς
προφύλαγμα
προφυλακή
προφυλακὶς
προφυλακτέον
προφυλακτέος
προφυλακτήριον
προφυλακτικός
προφύλαξ
προφυλάσσω
πρόφυξ
προφύομαι
προφύραμα
προφυράω
προφυρητός
προφύσιον
View word page
προφυλακτέος
to be guarded against

ShortDef

to be guarded against

Debugging

Headword:
προφυλακτέος
Headword (normalized):
προφυλακτέος
Headword (normalized/stripped):
προφυλακτεος
IDX:
76783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76784
Key:

Data

{'content': 'to be guarded against'}