Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προφράζω
πρόφρακτος
πρόφρασσα
προφροντίζω
προφρύγω
πρόφρων
προφυάς
προφύλαγμα
προφυλακή
προφυλακὶς
προφυλακτέον
προφυλακτέος
προφυλακτήριον
προφυλακτικός
προφύλαξ
προφυλάσσω
πρόφυξ
προφύομαι
προφύραμα
προφυράω
προφυρητός
View word page
προφυλακτέον
one must use precaution

ShortDef

one must use precaution

Debugging

Headword:
προφυλακτέον
Headword (normalized):
προφυλακτέον
Headword (normalized/stripped):
προφυλακτεον
IDX:
76782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76783
Key:

Data

{'content': 'one must use precaution'}