Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόφορος
πρόφραγμα
προφράζω
πρόφρακτος
πρόφρασσα
προφροντίζω
προφρύγω
πρόφρων
προφυάς
προφύλαγμα
προφυλακή
προφυλακὶς
προφυλακτέον
προφυλακτέος
προφυλακτήριον
προφυλακτικός
προφύλαξ
προφυλάσσω
πρόφυξ
προφύομαι
προφύραμα
View word page
προφυλακή
a guard in front
ShortDef
a guard in front
Debugging
Headword:
προφυλακή
Headword (normalized):
προφυλακή
Headword (normalized/stripped):
προφυλακη
IDX:
76780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76781
Key:
Data
{'content': 'a guard in front'}