Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προφορικός
πρόφορος
πρόφραγμα
προφράζω
πρόφρακτος
πρόφρασσα
προφροντίζω
προφρύγω
πρόφρων
προφυάς
προφύλαγμα
προφυλακή
προφυλακὶς
προφυλακτέον
προφυλακτέος
προφυλακτήριον
προφυλακτικός
προφύλαξ
προφυλάσσω
πρόφυξ
προφύομαι
View word page
προφύλαγμα
outpost
ShortDef
outpost
Debugging
Headword:
προφύλαγμα
Headword (normalized):
προφύλαγμα
Headword (normalized/stripped):
προφυλαγμα
IDX:
76779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76780
Key:
Data
{'content': 'outpost'}