Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προφοιτάω
προφορά
προφορέομαι
προφορικός
πρόφορος
πρόφραγμα
προφράζω
πρόφρακτος
πρόφρασσα
προφροντίζω
προφρύγω
πρόφρων
προφυάς
προφύλαγμα
προφυλακή
προφυλακὶς
προφυλακτέον
προφυλακτέος
προφυλακτήριον
προφυλακτικός
προφύλαξ
View word page
προφρύγω
toast, parch before

ShortDef

toast, parch before

Debugging

Headword:
προφρύγω
Headword (normalized):
προφρύγω
Headword (normalized/stripped):
προφρυγω
IDX:
76776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76777
Key:

Data

{'content': 'toast, parch before'}