Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προφοινίσσω
προφοιτάω
προφορά
προφορέομαι
προφορικός
πρόφορος
πρόφραγμα
προφράζω
πρόφρακτος
πρόφρασσα
προφροντίζω
προφρύγω
πρόφρων
προφυάς
προφύλαγμα
προφυλακή
προφυλακὶς
προφυλακτέον
προφυλακτέος
προφυλακτήριον
προφυλακτικός
View word page
προφροντίζω
consider before

ShortDef

consider before

Debugging

Headword:
προφροντίζω
Headword (normalized):
προφροντίζω
Headword (normalized/stripped):
προφροντιζω
IDX:
76775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76776
Key:

Data

{'content': 'consider before'}