Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προφοβητικός
προφοιβάομαι
προφοινίσσω
προφοιτάω
προφορά
προφορέομαι
προφορικός
πρόφορος
πρόφραγμα
προφράζω
πρόφρακτος
πρόφρασσα
προφροντίζω
προφρύγω
πρόφρων
προφυάς
προφύλαγμα
προφυλακή
προφυλακὶς
προφυλακτέον
προφυλακτέος
View word page
πρόφρακτος
with a barrier
ShortDef
with a barrier
Debugging
Headword:
πρόφρακτος
Headword (normalized):
πρόφρακτος
Headword (normalized/stripped):
προφρακτος
IDX:
76773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76774
Key:
Data
{'content': 'with a barrier'}