Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προφοβέομαι
προφοβητικός
προφοιβάομαι
προφοινίσσω
προφοιτάω
προφορά
προφορέομαι
προφορικός
πρόφορος
πρόφραγμα
προφράζω
πρόφρακτος
πρόφρασσα
προφροντίζω
προφρύγω
πρόφρων
προφυάς
προφύλαγμα
προφυλακή
προφυλακὶς
προφυλακτέον
View word page
προφράζω
to foretell

ShortDef

to foretell

Debugging

Headword:
προφράζω
Headword (normalized):
προφράζω
Headword (normalized/stripped):
προφραζω
IDX:
76772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76773
Key:

Data

{'content': 'to foretell'}