Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προφλεβοτομέω
προφοβέομαι
προφοβητικός
προφοιβάομαι
προφοινίσσω
προφοιτάω
προφορά
προφορέομαι
προφορικός
πρόφορος
πρόφραγμα
προφράζω
πρόφρακτος
πρόφρασσα
προφροντίζω
προφρύγω
πρόφρων
προφυάς
προφύλαγμα
προφυλακή
προφυλακὶς
View word page
πρόφραγμα
fence placed in front

ShortDef

fence placed in front

Debugging

Headword:
πρόφραγμα
Headword (normalized):
πρόφραγμα
Headword (normalized/stripped):
προφραγμα
IDX:
76771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76772
Key:

Data

{'content': 'fence placed in front'}