Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προφιλοσοφητέον
προφλεβοτομέω
προφοβέομαι
προφοβητικός
προφοιβάομαι
προφοινίσσω
προφοιτάω
προφορά
προφορέομαι
προφορικός
πρόφορος
πρόφραγμα
προφράζω
πρόφρακτος
πρόφρασσα
προφροντίζω
προφρύγω
πρόφρων
προφυάς
προφύλαγμα
προφυλακή
View word page
πρόφορος
put forward

ShortDef

put forward

Debugging

Headword:
πρόφορος
Headword (normalized):
πρόφορος
Headword (normalized/stripped):
προφορος
IDX:
76770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76771
Key:

Data

{'content': 'put forward'}