Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρακοπώλης
ἀνθρακόω
ἀνθράκωμα
ἀνθρακών
ἀνθράκωσις
ἄνθραξ
ἀνθρηδών
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἀνθρηνιώδης
ἀνθρηνοειδής
ἄνθρυσκον
ἀνθρωπάρεσκος
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
View word page
ἀνθρηνοειδής
like an ἀνθρήνη

ShortDef

like an ἀνθρήνη

Debugging

Headword:
ἀνθρηνοειδής
Headword (normalized):
ἀνθρηνοειδής
Headword (normalized/stripped):
ανθρηνοειδης
IDX:
7676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7677
Key:

Data

{'content': 'like an ἀνθρήνη'}