Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προφθίμενος
προφιλιόομαι
προφιλοσοφητέον
προφλεβοτομέω
προφοβέομαι
προφοβητικός
προφοιβάομαι
προφοινίσσω
προφοιτάω
προφορά
προφορέομαι
προφορικός
πρόφορος
πρόφραγμα
προφράζω
πρόφρακτος
πρόφρασσα
προφροντίζω
προφρύγω
πρόφρων
προφυάς
View word page
προφορέομαι
to carry on the web by passing the weft

ShortDef

to carry on the web by passing the weft

Debugging

Headword:
προφορέομαι
Headword (normalized):
προφορέομαι
Headword (normalized/stripped):
προφορεομαι
IDX:
76768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76769
Key:

Data

{'content': 'to carry on the web by passing the weft'}