Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προφθασία
πρόφθεγξις
προφθείρω
προφθίμενος
προφιλιόομαι
προφιλοσοφητέον
προφλεβοτομέω
προφοβέομαι
προφοβητικός
προφοιβάομαι
προφοινίσσω
προφοιτάω
προφορά
προφορέομαι
προφορικός
πρόφορος
πρόφραγμα
προφράζω
πρόφρακτος
πρόφρασσα
προφροντίζω
View word page
προφοινίσσω
redden, stimulate beforehand

ShortDef

redden, stimulate beforehand

Debugging

Headword:
προφοινίσσω
Headword (normalized):
προφοινίσσω
Headword (normalized/stripped):
προφοινισσω
IDX:
76765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76766
Key:

Data

{'content': 'redden, stimulate beforehand'}