Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προφητοτόκος
προφθάνω
προφθασία
πρόφθεγξις
προφθείρω
προφθίμενος
προφιλιόομαι
προφιλοσοφητέον
προφλεβοτομέω
προφοβέομαι
προφοβητικός
προφοιβάομαι
προφοινίσσω
προφοιτάω
προφορά
προφορέομαι
προφορικός
πρόφορος
πρόφραγμα
προφράζω
πρόφρακτος
View word page
προφοβητικός
apt to fear beforehand

ShortDef

apt to fear beforehand

Debugging

Headword:
προφοβητικός
Headword (normalized):
προφοβητικός
Headword (normalized/stripped):
προφοβητικος
IDX:
76763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76764
Key:

Data

{'content': 'apt to fear beforehand'}