Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προφῆτις
προφητοτόκος
προφθάνω
προφθασία
πρόφθεγξις
προφθείρω
προφθίμενος
προφιλιόομαι
προφιλοσοφητέον
προφλεβοτομέω
προφοβέομαι
προφοβητικός
προφοιβάομαι
προφοινίσσω
προφοιτάω
προφορά
προφορέομαι
προφορικός
πρόφορος
πρόφραγμα
προφράζω
View word page
προφοβέομαι
to fear beforehand, fear at the thought of

ShortDef

to fear beforehand, fear at the thought of

Debugging

Headword:
προφοβέομαι
Headword (normalized):
προφοβέομαι
Headword (normalized/stripped):
προφοβεομαι
IDX:
76762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76763
Key:

Data

{'content': 'to fear beforehand, fear at the thought of'}