Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρακοθήκη
ἀνθρακοπώλης
ἀνθρακόω
ἀνθράκωμα
ἀνθρακών
ἀνθράκωσις
ἄνθραξ
ἀνθρηδών
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἀνθρηνιώδης
ἀνθρηνοειδής
ἄνθρυσκον
ἀνθρωπάρεσκος
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
View word page
ἀνθρηνιώδης
honeycombed

ShortDef

honeycombed

Debugging

Headword:
ἀνθρηνιώδης
Headword (normalized):
ἀνθρηνιώδης
Headword (normalized/stripped):
ανθρηνιωδης
IDX:
7675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7676
Key:

Data

{'content': 'honeycombed'}