Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προφημίζω
προφητεία
προφήτευμα
προφητεύω
προφήτης
προφητικός
προφῆτις
προφητοτόκος
προφθάνω
προφθασία
πρόφθεγξις
προφθείρω
προφθίμενος
προφιλιόομαι
προφιλοσοφητέον
προφλεβοτομέω
προφοβέομαι
προφοβητικός
προφοιβάομαι
προφοινίσσω
προφοιτάω
View word page
πρόφθεγξις
a speaking before

ShortDef

a speaking before

Debugging

Headword:
πρόφθεγξις
Headword (normalized):
πρόφθεγξις
Headword (normalized/stripped):
προφθεγξις
IDX:
76756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76757
Key:

Data

{'content': 'a speaking before'}