Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προφεύγω
πρόφημι
προφημίζω
προφητεία
προφήτευμα
προφητεύω
προφήτης
προφητικός
προφῆτις
προφητοτόκος
προφθάνω
προφθασία
πρόφθεγξις
προφθείρω
προφθίμενος
προφιλιόομαι
προφιλοσοφητέον
προφλεβοτομέω
προφοβέομαι
προφοβητικός
προφοιβάομαι
View word page
προφθάνω
to outrun, anticipate

ShortDef

to outrun, anticipate

Debugging

Headword:
προφθάνω
Headword (normalized):
προφθάνω
Headword (normalized/stripped):
προφθανω
IDX:
76754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76755
Key:

Data

{'content': 'to outrun, anticipate'}