Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόφατος
προφάω
προφερής
προφέριστος
προφέρω
προφεύγω
πρόφημι
προφημίζω
προφητεία
προφήτευμα
προφητεύω
προφήτης
προφητικός
προφῆτις
προφητοτόκος
προφθάνω
προφθασία
πρόφθεγξις
προφθείρω
προφθίμενος
προφιλιόομαι
View word page
προφητεύω
to be an interpreter

ShortDef

to be an interpreter

Debugging

Headword:
προφητεύω
Headword (normalized):
προφητεύω
Headword (normalized/stripped):
προφητευω
IDX:
76749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76750
Key:

Data

{'content': 'to be an interpreter'}