Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόφασις
προφασιστέον
προφασιστικός
πρόφατος
προφάω
προφερής
προφέριστος
προφέρω
προφεύγω
πρόφημι
προφημίζω
προφητεία
προφήτευμα
προφητεύω
προφήτης
προφητικός
προφῆτις
προφητοτόκος
προφθάνω
προφθασία
πρόφθεγξις
View word page
προφημίζω
spread a report
ShortDef
spread a report
Debugging
Headword:
προφημίζω
Headword (normalized):
προφημίζω
Headword (normalized/stripped):
προφημιζω
IDX:
76746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76747
Key:
Data
{'content': 'spread a report'}