Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόφαντος
προφασίζομαι
πρόφασις
προφασιστέον
προφασιστικός
πρόφατος
προφάω
προφερής
προφέριστος
προφέρω
προφεύγω
πρόφημι
προφημίζω
προφητεία
προφήτευμα
προφητεύω
προφήτης
προφητικός
προφῆτις
προφητοτόκος
προφθάνω
View word page
προφεύγω
to flee forwards, flee away

ShortDef

to flee forwards, flee away

Debugging

Headword:
προφεύγω
Headword (normalized):
προφεύγω
Headword (normalized/stripped):
προφευγω
IDX:
76744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76745
Key:

Data

{'content': 'to flee forwards, flee away'}