Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προφαντασιόομαι
πρόφαντος
προφασίζομαι
πρόφασις
προφασιστέον
προφασιστικός
πρόφατος
προφάω
προφερής
προφέριστος
προφέρω
προφεύγω
πρόφημι
προφημίζω
προφητεία
προφήτευμα
προφητεύω
προφήτης
προφητικός
προφῆτις
προφητοτόκος
View word page
προφέρω
to bring before

ShortDef

to bring before

Debugging

Headword:
προφέρω
Headword (normalized):
προφέρω
Headword (normalized/stripped):
προφερω
IDX:
76743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76744
Key:

Data

{'content': 'to bring before'}