Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προφανής
προφαντασιόομαι
πρόφαντος
προφασίζομαι
πρόφασις
προφασιστέον
προφασιστικός
πρόφατος
προφάω
προφερής
προφέριστος
προφέρω
προφεύγω
πρόφημι
προφημίζω
προφητεία
προφήτευμα
προφητεύω
προφήτης
προφητικός
προφῆτις
View word page
προφέριστος
surpassing, excellent

ShortDef

surpassing, excellent

Debugging

Headword:
προφέριστος
Headword (normalized):
προφέριστος
Headword (normalized/stripped):
προφεριστος
IDX:
76742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76743
Key:

Data

{'content': 'surpassing, excellent'}