Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϋφαρπάζω
προϋφίσταμαι
προφαγεῖν
προφαίνω
προφάνεια
προφανής
προφαντασιόομαι
πρόφαντος
προφασίζομαι
πρόφασις
προφασιστέον
προφασιστικός
πρόφατος
προφάω
προφερής
προφέριστος
προφέρω
προφεύγω
πρόφημι
προφημίζω
προφητεία
View word page
προφασιστέον
excuses must be made

ShortDef

excuses must be made

Debugging

Headword:
προφασιστέον
Headword (normalized):
προφασιστέον
Headword (normalized/stripped):
προφασιστεον
IDX:
76737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76738
Key:

Data

{'content': 'excuses must be made'}