Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προυστέλλιον
προϋφαιρέω
προυφαιρέω
προϋφαρπάζω
προϋφίσταμαι
προφαγεῖν
προφαίνω
προφάνεια
προφανής
προφαντασιόομαι
πρόφαντος
προφασίζομαι
πρόφασις
προφασιστέον
προφασιστικός
πρόφατος
προφάω
προφερής
προφέριστος
προφέρω
προφεύγω
View word page
πρόφαντος
far seen
ShortDef
far seen
Debugging
Headword:
πρόφαντος
Headword (normalized):
πρόφαντος
Headword (normalized/stripped):
προφαντος
IDX:
76734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76735
Key:
Data
{'content': 'far seen'}