Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Προυσίας
προυστέλλιον
προϋφαιρέω
προυφαιρέω
προϋφαρπάζω
προϋφίσταμαι
προφαγεῖν
προφαίνω
προφάνεια
προφανής
προφαντασιόομαι
πρόφαντος
προφασίζομαι
πρόφασις
προφασιστέον
προφασιστικός
πρόφατος
προφάω
προφερής
προφέριστος
προφέρω
View word page
προφαντασιόομαι
to be already enabled to conceive

ShortDef

to be already enabled to conceive

Debugging

Headword:
προφαντασιόομαι
Headword (normalized):
προφαντασιόομαι
Headword (normalized/stripped):
προφαντασιοομαι
IDX:
76733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76734
Key:

Data

{'content': 'to be already enabled to conceive'}