Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϋποχρίω
προϋπτιάζω
προῦπτος
προὔργου
προυσελέω
προυσέληνος
Προυσίας
προυστέλλιον
προϋφαιρέω
προυφαιρέω
προϋφαρπάζω
προϋφίσταμαι
προφαγεῖν
προφαίνω
προφάνεια
προφανής
προφαντασιόομαι
πρόφαντος
προφασίζομαι
πρόφασις
προφασιστέον
View word page
προϋφαρπάζω
snatch beforehand

ShortDef

snatch beforehand

Debugging

Headword:
προϋφαρπάζω
Headword (normalized):
προϋφαρπάζω
Headword (normalized/stripped):
προυφαρπαζω
IDX:
76727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76728
Key:

Data

{'content': 'snatch beforehand'}