Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνθράκιον
ἀνθρακίτης
ἀνθρακοβότανον
ἀνθρακοειδής
ἀνθρακοθήκη
ἀνθρακοπώλης
ἀνθρακόω
ἀνθράκωμα
ἀνθρακών
ἀνθράκωσις
ἄνθραξ
ἀνθρηδών
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἀνθρηνιώδης
ἀνθρηνοειδής
ἄνθρυσκον
ἀνθρωπάρεσκος
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
View word page
ἄνθραξ
charcoal, coal
ShortDef
charcoal, coal
Debugging
Headword:
ἄνθραξ
Headword (normalized):
ἄνθραξ
Headword (normalized/stripped):
ανθραξ
IDX:
7671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7672
Key:
Data
{'content': 'charcoal, coal'}