Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϋποσπείρω
προϋποστέλλομαι
προϋποστικτέον
προϋποστρώννυμι
προϋποστυφή
προϋπόσχεσις
προϋποτάσσω
προϋποτέμνω
προϋποτίθημι
προϋποτοπέω
προϋποτρέφω
προϋποτυπόομαι
προϋποφαίνω
προϋποφεύγω
προϋποχέω
προϋποχρίω
προϋπτιάζω
προῦπτος
προὔργου
προυσελέω
προυσέληνος
View word page
προϋποτρέφω
bring up before

ShortDef

bring up before

Debugging

Headword:
προϋποτρέφω
Headword (normalized):
προϋποτρέφω
Headword (normalized/stripped):
προυποτρεφω
IDX:
76712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76713
Key:

Data

{'content': 'bring up before'}