Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϋποθετέον
προϋποκατασκευή
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προϋπομνηματίζομαι
προϋποπάσσω
προϋποπτεύω
προϋπορρίπτω
προϋποσπείρω
προϋποστέλλομαι
προϋποστικτέον
προϋποστρώννυμι
προϋποστυφή
προϋπόσχεσις
προϋποτάσσω
προϋποτέμνω
προϋποτίθημι
προϋποτοπέω
προϋποτρέφω
προϋποτυπόομαι
προϋποφαίνω
View word page
προϋποστικτέον
one must punctuate before

ShortDef

one must punctuate before

Debugging

Headword:
προϋποστικτέον
Headword (normalized):
προϋποστικτέον
Headword (normalized/stripped):
προυποστικτεον
IDX:
76704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76705
Key:

Data

{'content': 'one must punctuate before'}