Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϋποδείκνυμι
προϋποθετέον
προϋποκατασκευή
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προϋπομνηματίζομαι
προϋποπάσσω
προϋποπτεύω
προϋπορρίπτω
προϋποσπείρω
προϋποστέλλομαι
προϋποστικτέον
προϋποστρώννυμι
προϋποστυφή
προϋπόσχεσις
προϋποτάσσω
προϋποτέμνω
προϋποτίθημι
προϋποτοπέω
προϋποτρέφω
προϋποτυπόομαι
View word page
προϋποστέλλομαι
use abstinence first

ShortDef

use abstinence first

Debugging

Headword:
προϋποστέλλομαι
Headword (normalized):
προϋποστέλλομαι
Headword (normalized/stripped):
προυποστελλομαι
IDX:
76703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76704
Key:

Data

{'content': 'use abstinence first'}