Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϋπογράφω
προϋποδείκνυμι
προϋποθετέον
προϋποκατασκευή
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προϋπομνηματίζομαι
προϋποπάσσω
προϋποπτεύω
προϋπορρίπτω
προϋποσπείρω
προϋποστέλλομαι
προϋποστικτέον
προϋποστρώννυμι
προϋποστυφή
προϋπόσχεσις
προϋποτάσσω
προϋποτέμνω
προϋποτίθημι
προϋποτοπέω
προϋποτρέφω
View word page
προϋποσπείρω
sow beforehand

ShortDef

sow beforehand

Debugging

Headword:
προϋποσπείρω
Headword (normalized):
προϋποσπείρω
Headword (normalized/stripped):
προυποσπειρω
IDX:
76702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76703
Key:

Data

{'content': 'sow beforehand'}