Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϋποβρέχω
προϋπογραφή
προϋπογράφω
προϋποδείκνυμι
προϋποθετέον
προϋποκατασκευή
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προϋπομνηματίζομαι
προϋποπάσσω
προϋποπτεύω
προϋπορρίπτω
προϋποσπείρω
προϋποστέλλομαι
προϋποστικτέον
προϋποστρώννυμι
προϋποστυφή
προϋπόσχεσις
προϋποτάσσω
προϋποτέμνω
προϋποτίθημι
View word page
προϋποπτεύω
suspect before

ShortDef

suspect before

Debugging

Headword:
προϋποπτεύω
Headword (normalized):
προϋποπτεύω
Headword (normalized/stripped):
προυποπτευω
IDX:
76700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76701
Key:

Data

{'content': 'suspect before'}