Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϋποβάλλω
προϋποβρέχω
προϋπογραφή
προϋπογράφω
προϋποδείκνυμι
προϋποθετέον
προϋποκατασκευή
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προϋπομνηματίζομαι
προϋποπάσσω
προϋποπτεύω
προϋπορρίπτω
προϋποσπείρω
προϋποστέλλομαι
προϋποστικτέον
προϋποστρώννυμι
προϋποστυφή
προϋπόσχεσις
προϋποτάσσω
προϋποτέμνω
View word page
προϋποπάσσω
strew under before

ShortDef

strew under before

Debugging

Headword:
προϋποπάσσω
Headword (normalized):
προϋποπάσσω
Headword (normalized/stripped):
προυποπασσω
IDX:
76699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76700
Key:

Data

{'content': 'strew under before'}