Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄγριος
ἀγριοσίκυον
ἀγριοσταφίδες
ἀγριοσταφυλίτης
ἀγριότης
ἀγριόφαγρος
ἀγριοφανής
ἀγριόφυτα
ἀγριόφωνος
ἀγριόχοιρος
ἀγριοψωρία
ἀγριόω
Ἀγρίππας
Ἀγριππιασταί
ἄγριππος
ἀγρίς
ἀγρίτης
ἀγρίφη
ἀγριώδης
ἀγριωπός
ἀγροβόας
View word page
ἀγριοψωρία
inveterate itch
ShortDef
inveterate itch
Debugging
Headword:
ἀγριοψωρία
Headword (normalized):
ἀγριοψωρία
Headword (normalized/stripped):
αγριοψωρια
IDX:
766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-767
Key:
Data
{'content': 'inveterate itch'}