Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϋπηρετέω
προϋπισχνέομαι
προϋποβάλλω
προϋποβρέχω
προϋπογραφή
προϋπογράφω
προϋποδείκνυμι
προϋποθετέον
προϋποκατασκευή
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προϋπομνηματίζομαι
προϋποπάσσω
προϋποπτεύω
προϋπορρίπτω
προϋποσπείρω
προϋποστέλλομαι
προϋποστικτέον
προϋποστρώννυμι
προϋποστυφή
προϋπόσχεσις
View word page
προϋπολαμβάνω
assume beforehand

ShortDef

assume beforehand

Debugging

Headword:
προϋπολαμβάνω
Headword (normalized):
προϋπολαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
προυπολαμβανω
IDX:
76697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76698
Key:

Data

{'content': 'assume beforehand'}