Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϋπεύθυνος
προϋπηρετέω
προϋπισχνέομαι
προϋποβάλλω
προϋποβρέχω
προϋπογραφή
προϋπογράφω
προϋποδείκνυμι
προϋποθετέον
προϋποκατασκευή
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προϋπομνηματίζομαι
προϋποπάσσω
προϋποπτεύω
προϋπορρίπτω
προϋποσπείρω
προϋποστέλλομαι
προϋποστικτέον
προϋποστρώννυμι
προϋποστυφή
View word page
προϋπόκειμαι
to be put under before

ShortDef

to be put under before

Debugging

Headword:
προϋπόκειμαι
Headword (normalized):
προϋπόκειμαι
Headword (normalized/stripped):
προυποκειμαι
IDX:
76696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76697
Key:

Data

{'content': 'to be put under before'}