Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προϋπεροχή
προϋπέρχομαι
προϋπεύθυνος
προϋπηρετέω
προϋπισχνέομαι
προϋποβάλλω
προϋποβρέχω
προϋπογραφή
προϋπογράφω
προϋποδείκνυμι
προϋποθετέον
προϋποκατασκευή
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προϋπομνηματίζομαι
προϋποπάσσω
προϋποπτεύω
προϋπορρίπτω
προϋποσπείρω
προϋποστέλλομαι
προϋποστικτέον
View word page
προϋποθετέον
one must assume in advance
ShortDef
one must assume in advance
Debugging
Headword:
προϋποθετέον
Headword (normalized):
προϋποθετέον
Headword (normalized/stripped):
προυποθετεον
IDX:
76694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76695
Key:
Data
{'content': 'one must assume in advance'}