Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϋπεργασία
προϋπερείδομαι
προϋπεροχή
προϋπέρχομαι
προϋπεύθυνος
προϋπηρετέω
προϋπισχνέομαι
προϋποβάλλω
προϋποβρέχω
προϋπογραφή
προϋπογράφω
προϋποδείκνυμι
προϋποθετέον
προϋποκατασκευή
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προϋπομνηματίζομαι
προϋποπάσσω
προϋποπτεύω
προϋπορρίπτω
προϋποσπείρω
View word page
προϋπογράφω
sketch out, indicate before

ShortDef

sketch out, indicate before

Debugging

Headword:
προϋπογράφω
Headword (normalized):
προϋπογράφω
Headword (normalized/stripped):
προυπογραφω
IDX:
76692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76693
Key:

Data

{'content': 'sketch out, indicate before'}