Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϋπεργάζομαι
προϋπεργασία
προϋπερείδομαι
προϋπεροχή
προϋπέρχομαι
προϋπεύθυνος
προϋπηρετέω
προϋπισχνέομαι
προϋποβάλλω
προϋποβρέχω
προϋπογραφή
προϋπογράφω
προϋποδείκνυμι
προϋποθετέον
προϋποκατασκευή
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προϋπομνηματίζομαι
προϋποπάσσω
προϋποπτεύω
προϋπορρίπτω
View word page
προϋπογραφή
previous sketch, outline

ShortDef

previous sketch, outline

Debugging

Headword:
προϋπογραφή
Headword (normalized):
προϋπογραφή
Headword (normalized/stripped):
προυπογραφη
IDX:
76691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76692
Key:

Data

{'content': 'previous sketch, outline'}