Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϋπεξορμάω
προϋπεργάζομαι
προϋπεργασία
προϋπερείδομαι
προϋπεροχή
προϋπέρχομαι
προϋπεύθυνος
προϋπηρετέω
προϋπισχνέομαι
προϋποβάλλω
προϋποβρέχω
προϋπογραφή
προϋπογράφω
προϋποδείκνυμι
προϋποθετέον
προϋποκατασκευή
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προϋπομνηματίζομαι
προϋποπάσσω
προϋποπτεύω
View word page
προϋποβρέχω
moisten beforehand

ShortDef

moisten beforehand

Debugging

Headword:
προϋποβρέχω
Headword (normalized):
προϋποβρέχω
Headword (normalized/stripped):
προυποβρεχω
IDX:
76690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76691
Key:

Data

{'content': 'moisten beforehand'}