Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προϋπεξέρχομαι
προϋπεξορμάω
προϋπεργάζομαι
προϋπεργασία
προϋπερείδομαι
προϋπεροχή
προϋπέρχομαι
προϋπεύθυνος
προϋπηρετέω
προϋπισχνέομαι
προϋποβάλλω
προϋποβρέχω
προϋπογραφή
προϋπογράφω
προϋποδείκνυμι
προϋποθετέον
προϋποκατασκευή
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προϋπομνηματίζομαι
προϋποπάσσω
View word page
προϋποβάλλω
to put under as a foundation
ShortDef
to put under as a foundation
Debugging
Headword:
προϋποβάλλω
Headword (normalized):
προϋποβάλλω
Headword (normalized/stripped):
προυποβαλλω
IDX:
76689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76690
Key:
Data
{'content': 'to put under as a foundation'}